-
1 καθυφίημι
A give up, surrender treacherously, [ καιρὸν] , cf. 16.18, al.;τὰ τῆς πόλεως Id.58.6
, cf. Luc.Prom.5; esp. in a lawsuit, κ. τὸν ἀγῶνα conduct it collusively, compromise it, D.21.151; : abs., καθυφέντων τῶν κατηγόρων when they let the action drop, Id.23.96.II [voice] Med., καθυφίεσθαί τινι give way, yield, c. dat. pers., X.HG2.4.23; ἔν τινι slacken,ἐν μάχαις Polyaen.8.24.1
: abs., Luc.Abd.7.2 [voice] Med., with [tense] pf. [voice] Pass., used trans. like the [voice] Act., ;καθυφεῖντο ἑαυτούς Plb.3.60.4
;ἐπ' ἀργυρίῳ τὸ τίμημα καθυφειμένος Plu.Cic.8
;οὐδὲν.. καθυφηκάμην J.BJ2.16.4
; - ίενται τὴν τοῦἑνὸς τιμήν Ph.2.220
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθυφίημι
См. также в других словарях:
καθυφίημι — (Α) (επιτατ. τού υφίημι) 1. παραμελώ με δόλιο τρόπο, προδίδω («καιρὸν ἐάν τις ἑκὼν καθυφῆ τοῑς ἐναντίοις καὶ προδῶ», Δημοσθ.) 2. (για συνηγόρους ή κατηγόρους) συνεννοούμαι κρυφά για να κερδίσει ο αντίδικος, καταπροδίδω τη δίκη, διεξάγω δίκη με… … Dictionary of Greek